- παναγρίς
- παν-αγρίς, ίὸος, ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναγρίς — παναγρίς, ίδος, ἡ (Α) μικρός λέβητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάναγρος + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
ταναγρίς — (I) ίδος, ἡ, Α βλ. ταναγραίος. (II) ίδος, ἡ, Α μικρός λέβητας, παναγρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. τού παναγρίς*] … Dictionary of Greek
συναγρίδα — (dentex dentex). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και ισχυρό σώμα, πεπιεσμένο στα πλευρά· η ράχη έχει χρώμα γαλάζιο, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά είναι άσπρα αργυρόχρωμα. Το κεφάλι, μάλλον μεγάλο … Dictionary of Greek