παναγρίς

παναγρίς
παν-αγρίς, ίὸος, ,
A = λεβητάριον, IG4.1588.18 ([place name] Aegina), Poll.10.165 (v.l. ταν-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παναγρίς — παναγρίς, ίδος, ἡ (Α) μικρός λέβητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάναγρος + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • ταναγρίς — (I) ίδος, ἡ, Α βλ. ταναγραίος. (II) ίδος, ἡ, Α μικρός λέβητας, παναγρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. τού παναγρίς*] …   Dictionary of Greek

  • συναγρίδα — (dentex dentex). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και ισχυρό σώμα, πεπιεσμένο στα πλευρά· η ράχη έχει χρώμα γαλάζιο, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά είναι άσπρα αργυρόχρωμα. Το κεφάλι, μάλλον μεγάλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”